ανέκφραστος

ανέκφραστος
-η, -ο
επίρρ.
1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος: Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη που καταντά ανέκφραστη.
2. αυτός που δεν έχει έκφραση, άτονος: Σ' όλη τη διάρκεια της μεταξύ μας συζήτησης το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνέκφραστος — inexpressible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέκφραστος — η, ο (AM ἀνέκφραστος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος 2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεκφράστως — ἀνέκφραστος inexpressible adverbial ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκφραστον — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc sg ἀνέκφραστος inexpressible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφράστου — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφράστους — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφράστων — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφράστῳ — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκφραστα — ἀνέκφραστος inexpressible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκφραστοι — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”